ἀντοφείλων

ἀντοφείλων
ἀντοφείλω
owe a good turn
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντοφείλω — ἀντοφείλω (Α) χρωστώ χάρη ή ευεργεσία («ὁ δ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”